- νέτος
- -η, -ο θηλ. και -α (Μ νέτος)1. (για θάλασσα) καθαρή, χωρίς ξέρες, σκοπέλους ή άλλα εμπόδια2. (για νησί) αυτό που η θάλασσα γύρω του δεν έχει ξέρες ή άλλα εμπόδια3. (για πρόσ.) αυτός που δεν συναντά ξέρες ή άλλα εμπόδια στο ταξίδι του, σίγουρος, ασφαλής4. (για πράγμ.) χωρίς ελάττωμα5. μτφ. ειλικρινής, αληθινόςνεοελλ.1. καθαρός, σκέτος2. (για εμπορεύματα) αυτός τού οποίου το βάρος υπολογίζεται καθαρό, αυτός που ζυγίζεται χωρίς απόβαρο3. (για εργασία) αυτός που τελείωσε, που ήλθε εις πέρας4. (για πρόσ.) αυτός που τελείωσε την εργασία του, ελεύθερος εργασίας5. το ουδ. ως ουσ. νέτοκαθαρό βάρος εμπορεύματος χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το βάρος συσκευασίας6. φρ. α) «νέτα τιμή» ή «τιμή νέτο» — η αξία αγοράς ή πώλησης με βάση το καθαρό και όχι το μικτό βάρος εμπορεύματοςβ) «έμεινα νέτος» — έμεινα απένταρος ή έμεινα μόνος.επίρρ...νέτα1. καθαρά, όχι μικτά2. φρ. «νέτα-σκέτα» — σαφώς, απερίφραστα με ειλικρίνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. netto < λατ. nitidus «λαμπρός, στιλπνός» < niteo «λάμπω»].
Dictionary of Greek. 2013.